- συνερείδω
- Α1. στηρίζω μαζί, συναρμόζω («τοὺς ὀδόντας συνερείδειν», Ιπποκρ.)2. δένω μαζί σφιχτά («χέρα δεσμοῑς διδύμοις συνερεισθέντες», Ευρ.)3. είμαι δεμένος σφιχτά («oἱ ὀδόντες συνηρείκασι», Ιπποκρ.)4. (για στρατιώτες) είμαι τοποθετημένος σε πυκνή παράταξη με τους άλλους5. συμπλέκομαι, επιτίθεμαι («αἱ νῆες ἀντίπρῳροι προσπεσοῡσαι καὶ συνερείσασαι», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐρείδω «στηρίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.